- καιομένων
- καίωkindlepres part mp fem gen plκαίωkindlepres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκαπνισμός — ο / ὑποκαπνισμός, ΝΑ [ὑποκαπνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκαπνίζω, η παραγωγή καπνού για θεραπευτικούς σκοπούς νεοελλ. 1. (ιατρ. φαρμ.) η έκθεση ορισμένων τμημάτων τού σώματος στην επίδραση τού καπνού ή τού ατμού καιόμενων… … Dictionary of Greek
ASPHODELI Prata — apud Poetas, quid denotârint, aperit Gregorius Nazianzenus Orat. fun. in Basilium M. de Minoe et Rhadamantho loquens, Quos, ait, Graeci asphodeli pratis et campis censuêre dignos Elysus, quum in opinionem, quemadmodum et nos, Paradisi devenissent … Hofmann J. Lexicon universale
εμπυροσκοπία — η μαντεία που στηρίζεται στην παρατήρηση καιόμενων σφαγίων, φύλλων ή καρπών, η εμπυρομαντεία … Dictionary of Greek
πυρά — (I) η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. πυρή, ής, Α 1. ο τόπος όπου ανάβεται φωτιά, εστία 2. η φωτιά που παράγεται από την καύση συσσωρευμένων ξύλων ή άλλων υλικών («μη φυσάς, κοπέλι, στην πυρά, να σού κάψει θέλει τα φτερά», Βιζυην.) 3. μτφ. η ερωτική… … Dictionary of Greek
πυρκαγιά — Παλιά γραφή πυρκαϊά. Φαινόμενο καύσης περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένο, το οποίο προκαλεί ζημιές σε κτίρια, αποθήκες υλικών, δάση, μεταφορικά μέσα. Σε όλες τις περιπτώσεις, η καύσιμη ύλη που τροφοδοτεί την π. είναι το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Η… … Dictionary of Greek